- πρεσβειόομαι
- πρεσβ-ειόομαι, [voice] Med.,A hold in honour, [πατρῷ' ἀγάλματα] Lyc.1265.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρεσβειώσεται — πρεσβειόομαι hold in honour aor subj mp 3rd sg (epic) πρεσβειόομαι hold in honour fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)